ενθρόνιση

ενθρόνιση
ενθρόνιση, η και ενθρονισμός, ο
1. η εγκατάσταση σε θρόνο.
2. η αναιδής παραμονή απρόσκλητου ατόμου σε κάποιο μέρος, το θρόνιασμα (αντίθ. εκθρόνιση).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενθρόνιση — και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) [ενθρονίζω] ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα» «παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῡ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.) …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Православие в Зимбабве — В 1968 году в Зимбабве была образована Родезийская епархия, сейчас Зимбабвийская. В эту епархию входит также ряд приходов в других странах Южной Африки: это Замбия, Мозамбик, Ботсвана и Мадагаскар. В 1994 году здесь насчитывалось 12 православных… …   Википедия

  • αναθρόνιση — η ( ις, έως) η εκ νέου ενθρόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθρονίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη) …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • διαβεβαίωση — η (AM διαβεβαίωσις) 1. η επιβεβαίωση, η πλήρης πιστοποίηση, η ρητή υπόσχεση 2. (για κληρικούς) α) η βεβαίωση ότι θα πουν την αλήθεια ενώπιον δικαστηρίου τοποθετούν το δεξί χέρι στο στήθος και όχι επί τού Ευαγγελίου, όπως οι λαϊκοί β) η επίσημη… …   Dictionary of Greek

  • θρονισμός — ο (ΑΜ θρονισμός) [θρονίζω] η ενθρόνιση …   Dictionary of Greek

  • θρόνιασμα — το [θρονιάζω] 1. ενθρόνιση 2. εγκατάσταση …   Dictionary of Greek

  • καθίδρυση — η (Α καθίδρυση) [καθιδρύω] εγκατάσταση, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση αρχ. 1. ενθρόνιση αυτοκράτορα 2. πάπ. εγκαίνια θεμελίωσης …   Dictionary of Greek

  • μεσοβασιλεία — η (Α μεσοβασιλεία) 1. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στον θάνατο ή την εκθρόνιση ενός βασιλιά και στην ενθρόνιση ενός άλλου («τὸ δὲ σχῆμα τοῡτο τῆς ἀρχῆς μεσοβασιλείαν Ῥωμαῑοι καλοῡσιν», Πλούτ.) 2.συνεκδ. η κοινωνικοπολιτική κατάσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”